- ῥύσω
- ῥύ̱σω , ῥύομαιse-sru-aor ind mid 2nd sg (homeric ionic)ῥυσόωmake wrinkledpres imperat act 2nd sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ρυσώ — (I) άω, Α [ῥυσός] ρυτιδώνομαι, γεμίζω ζάρες, ζαρώνω. (II) όω, ΜΑ [ῥυσός] 1. (μτβ.) σχηματίζω ρυτίδες σε μια επιφάνεια, ζαρώνω, ρυτιδώνω 2. (η μτχ. θηλ. πληθ. παθ. παρακμ.) αἱ ῥερυσωμέναι (για τις χελώνες) αυτές που έχουν ρυτιδωμένο δέρμα … Dictionary of Greek
ῥυσῷ — ῥυσάω pres opt act 3rd sg ῥῡσῷ , ῥυσός shrivelled masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥυσῶι — ῥυσῷ , ῥυσάω pres opt act 3rd sg ῥῡσῷ , ῥυσός shrivelled masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ρυσή — και δωρ. τ. ῥυσά, Α (κατά το λεξ. Σούδα και κατά τον Φωτ.) «μάρανσις, ἢ γήρανσις». [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. υποχωρητ. παρ. τού ῥυσῶ (Ι)] … Dictionary of Greek
ρυσωτός — ή, ό, Ν [ῥυσῶ (ΙΙ)] γεμάτος ρυτίδες, ζαρωμένος, ρυτιδωμένος … Dictionary of Greek
ρύσημα — ήματος, τὸ, Α [ῥυσῶ (Ι)] (κατά το λεξ. Σούδα και τον Φωτ.) στον πληθ. τά ῥυσήματα οι ρυτίδες στα πρόσωπα ηλικιωμένων ανθρώπων … Dictionary of Greek
ρύσωση — η / ῥύσωσις, ώσεως, ΝΑ [ῥυσῶ (ΙΙ)] ρυτίδωση, ζάρωση … Dictionary of Greek
ἀρύσω — ἄρυσος wicker basket masc nom/voc/acc dual ἄρυσος wicker basket masc gen sg (doric aeolic) ἀ̱ρύσω , ἀρύω draw aor ind mid 2nd sg (doric aeolic) ἀρύω draw aor subj act 1st sg ἀρύω draw aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)